- ὑπαγκάλισμα
- ὑπαγκάλισμαthat which is clasped in the armsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαγκάλισμα — τὸ, Α [ὑπαγκαλίζω] (για τέκνο, σύζυγο ή ερωμένη) το αντικείμενο τού εναγκαλισμού, αγαπητό πλάσμα («ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον», Ευρ.) … Dictionary of Greek